πολικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From French polaire (“polar”).
Adjective
[edit]πολικός • (polikós) m (feminine πολική, neuter πολικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | πολικός (polikós) | πολική (polikí) | πολικό (polikó) | πολικοί (polikoí) | πολικές (polikés) | πολικά (poliká) | |
genitive | πολικού (polikoú) | πολικής (polikís) | πολικού (polikoú) | πολικών (polikón) | πολικών (polikón) | πολικών (polikón) | |
accusative | πολικό (polikó) | πολική (polikí) | πολικό (polikó) | πολικούς (polikoús) | πολικές (polikés) | πολικά (poliká) | |
vocative | πολικέ (poliké) | πολική (polikí) | πολικό (polikó) | πολικοί (polikoí) | πολικές (polikés) | πολικά (poliká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολικός, etc.)
Derived terms
[edit]- πολική αρκούδα f (polikí arkoúda, “polar bear”)
- Πολικός Αστέρας m (Polikós Astéras, “Pole Star”)
Further reading
[edit]- πολικός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el