Jump to content

ποδοσφαιροποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

ποδόσφαιρο (podósfairo, football) +‎ -ποίηση (-poíisi, -ization), calque of English footballization.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /po.ðo.sfe.ro.ˈpi.i.si/
  • Hyphenation: πο‧δο‧σφαι‧ρο‧ποί‧η‧ση

Noun

[edit]

ποδοσφαιροποίηση (podosfairopoíisif (plural ποδοσφαιροποιήσεις)

  1. (derogatory) footballisation (UK), footballization (US)

Declension

[edit]
Declension of ποδοσφαιροποίηση
singular plural
nominative ποδοσφαιροποίηση (podosfairopoíisi) ποδοσφαιροποιήσεις (podosfairopoiíseis)
genitive ποδοσφαιροποίησης (podosfairopoíisis) ποδοσφαιροποιήσεων (podosfairopoiíseon)
accusative ποδοσφαιροποίηση (podosfairopoíisi) ποδοσφαιροποιήσεις (podosfairopoiíseis)
vocative ποδοσφαιροποίηση (podosfairopoíisi) ποδοσφαιροποιήσεις (podosfairopoiíseis)

Older or formal genitive singular: ποδοσφαιροποιήσεως (podosfairopoiíseos)

Further reading

[edit]