Jump to content

ποδοσφαιρικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ποδοσφαιρικός (podosfairikósm (feminine ποδοσφαιρική, neuter ποδοσφαιρικό)

  1. related to football, soccer

Declension

[edit]
Declension of ποδοσφαιρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ποδοσφαιρικός (podosfairikós) ποδοσφαιρική (podosfairikí) ποδοσφαιρικό (podosfairikó) ποδοσφαιρικοί (podosfairikoí) ποδοσφαιρικές (podosfairikés) ποδοσφαιρικά (podosfairiká)
genitive ποδοσφαιρικού (podosfairikoú) ποδοσφαιρικής (podosfairikís) ποδοσφαιρικού (podosfairikoú) ποδοσφαιρικών (podosfairikón) ποδοσφαιρικών (podosfairikón) ποδοσφαιρικών (podosfairikón)
accusative ποδοσφαιρικό (podosfairikó) ποδοσφαιρική (podosfairikí) ποδοσφαιρικό (podosfairikó) ποδοσφαιρικούς (podosfairikoús) ποδοσφαιρικές (podosfairikés) ποδοσφαιρικά (podosfairiká)
vocative ποδοσφαιρικέ (podosfairiké) ποδοσφαιρική (podosfairikí) ποδοσφαιρικό (podosfairikó) ποδοσφαιρικοί (podosfairikoí) ποδοσφαιρικές (podosfairikés) ποδοσφαιρικά (podosfairiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ποδοσφαιρικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ποδοσφαιρικός, etc.)

[edit]
  • Α.Π.Ο. m (A.P.O., Athletic Football Club)