ποδηλατοδρομία
Jump to navigation
Jump to search
See also: ποδηλατοδρόμια
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from ποδήλατ(ο) (podílat(o)) + -ο- (-o-) + -δρομία (-dromía).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ποδηλατοδρομία • (podilatodromía) f (plural ποδηλατοδρομίες)
Declension
[edit]Declension of ποδηλατοδρομία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ποδηλατοδρομία • | ποδηλατοδρομίες • |
genitive | ποδηλατοδρομίας • | ποδηλατοδρομιών • |
accusative | ποδηλατοδρομία • | ποδηλατοδρομίες • |
vocative | ποδηλατοδρομία • | ποδηλατοδρομίες • |
Related terms
[edit]- ποδηλατοδρόμιο f (podilatodrómio, “velodrome”)
- and see: ποδήλατο m (podílato, “bicycle, cycle”)
References
[edit]- ^ ποδηλατοδρομία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language