πνευστό όργανο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]πνευστό όργανο • (pnefstó órgano) n (plural πνευστά όργανα)
- (music) wind instrument
- πνευστο μουσικό όργανο ― pnefsto mousikó órgano ― wind instruments
Further reading
[edit]- Πνευστά μουσικά όργανα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el