Jump to content

πληροφοριοδότρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

πληροφοριοδότρια (pliroforiodótriaf (plural πληροφοριοδότριες, masculine πληροφοριοδότης)

  1. informer, informant

Declension

[edit]
Declension of πληροφοριοδότρια
singular plural
nominative πληροφοριοδότρια (pliroforiodótria) πληροφοριοδότριες (pliroforiodótries)
genitive πληροφοριοδότριας (pliroforiodótrias) πληροφοριοδοτριών (pliroforiodotrión)
accusative πληροφοριοδότρια (pliroforiodótria) πληροφοριοδότριες (pliroforiodótries)
vocative πληροφοριοδότρια (pliroforiodótria) πληροφοριοδότριες (pliroforiodótries)

Synonyms

[edit]