πλευρονήκτης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]πλευρό (plevró, “chest wall, side”) + νήκτης (níktis, “swimmer”)
Noun
[edit]πλευρονήκτης • (plevroníktis) m (plural πλευρονήκτες)
Declension
[edit]Declension of πλευρονήκτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πλευρονήκτης • | πλευρονήκτες • |
genitive | πλευρονήκτη • | πλευρονηκτών • |
accusative | πλευρονήκτη • | πλευρονήκτες • |
vocative | πλευρονήκτη • | πλευρονήκτες • |