πλεονεκτικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]πλεονεκτικός • (pleonektikós) m
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | πλεονεκτικός (pleonektikós) | πλεονεκτική (pleonektikí) | πλεονεκτικό (pleonektikó) | πλεονεκτικοί (pleonektikoí) | πλεονεκτικές (pleonektikés) | πλεονεκτικά (pleonektiká) | |
genitive | πλεονεκτικού (pleonektikoú) | πλεονεκτικής (pleonektikís) | πλεονεκτικού (pleonektikoú) | πλεονεκτικών (pleonektikón) | πλεονεκτικών (pleonektikón) | πλεονεκτικών (pleonektikón) | |
accusative | πλεονεκτικό (pleonektikó) | πλεονεκτική (pleonektikí) | πλεονεκτικό (pleonektikó) | πλεονεκτικούς (pleonektikoús) | πλεονεκτικές (pleonektikés) | πλεονεκτικά (pleonektiká) | |
vocative | πλεονεκτικέ (pleonektiké) | πλεονεκτική (pleonektikí) | πλεονεκτικό (pleonektikó) | πλεονεκτικοί (pleonektikoí) | πλεονεκτικές (pleonektikés) | πλεονεκτικά (pleonektiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πλεονεκτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πλεονεκτικός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο πλεονεκτικότερος", etc)
|
Related terms
[edit]- πλεονέκτημα (pleonéktima, “advantage”)
- πλεονεξία (pleonexía, “greed”)