Jump to content

πλεονεκτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

πλεονεκτικός (pleonektikósm

  1. advantageous

Declension

[edit]
Declension of πλεονεκτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πλεονεκτικός (pleonektikós) πλεονεκτική (pleonektikí) πλεονεκτικό (pleonektikó) πλεονεκτικοί (pleonektikoí) πλεονεκτικές (pleonektikés) πλεονεκτικά (pleonektiká)
genitive πλεονεκτικού (pleonektikoú) πλεονεκτικής (pleonektikís) πλεονεκτικού (pleonektikoú) πλεονεκτικών (pleonektikón) πλεονεκτικών (pleonektikón) πλεονεκτικών (pleonektikón)
accusative πλεονεκτικό (pleonektikó) πλεονεκτική (pleonektikí) πλεονεκτικό (pleonektikó) πλεονεκτικούς (pleonektikoús) πλεονεκτικές (pleonektikés) πλεονεκτικά (pleonektiká)
vocative πλεονεκτικέ (pleonektiké) πλεονεκτική (pleonektikí) πλεονεκτικό (pleonektikó) πλεονεκτικοί (pleonektikoí) πλεονεκτικές (pleonektikés) πλεονεκτικά (pleonektiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πλεονεκτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πλεονεκτικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πλεονεκτικότερος (pleonektikóteros) πλεονεκτικότερη (pleonektikóteri) πλεονεκτικότερο (pleonektikótero) πλεονεκτικότεροι (pleonektikóteroi) πλεονεκτικότερες (pleonektikóteres) πλεονεκτικότερα (pleonektikótera)
genitive πλεονεκτικότερου (pleonektikóterou) πλεονεκτικότερης (pleonektikóteris) πλεονεκτικότερου (pleonektikóterou) πλεονεκτικότερων (pleonektikóteron) πλεονεκτικότερων (pleonektikóteron) πλεονεκτικότερων (pleonektikóteron)
accusative πλεονεκτικότερο (pleonektikótero) πλεονεκτικότερη (pleonektikóteri) πλεονεκτικότερο (pleonektikótero) πλεονεκτικότερους (pleonektikóterous) πλεονεκτικότερες (pleonektikóteres) πλεονεκτικότερα (pleonektikótera)
vocative πλεονεκτικότερε (pleonektikótere) πλεονεκτικότερη (pleonektikóteri) πλεονεκτικότερο (pleonektikótero) πλεονεκτικότεροι (pleonektikóteroi) πλεονεκτικότερες (pleonektikóteres) πλεονεκτικότερα (pleonektikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο πλεονεκτικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πλεονεκτικότατος (pleonektikótatos) πλεονεκτικότατη (pleonektikótati) πλεονεκτικότατο (pleonektikótato) πλεονεκτικότατοι (pleonektikótatoi) πλεονεκτικότατες (pleonektikótates) πλεονεκτικότατα (pleonektikótata)
genitive πλεονεκτικότατου (pleonektikótatou) πλεονεκτικότατης (pleonektikótatis) πλεονεκτικότατου (pleonektikótatou) πλεονεκτικότατων (pleonektikótaton) πλεονεκτικότατων (pleonektikótaton) πλεονεκτικότατων (pleonektikótaton)
accusative πλεονεκτικότατο (pleonektikótato) πλεονεκτικότατη (pleonektikótati) πλεονεκτικότατο (pleonektikótato) πλεονεκτικότατους (pleonektikótatous) πλεονεκτικότατες (pleonektikótates) πλεονεκτικότατα (pleonektikótata)
vocative πλεονεκτικότατε (pleonektikótate) πλεονεκτικότατη (pleonektikótati) πλεονεκτικότατο (pleonektikótato) πλεονεκτικότατοι (pleonektikótatoi) πλεονεκτικότατες (pleonektikótates) πλεονεκτικότατα (pleonektikótata)
[edit]