Jump to content

πλειστοκαινικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

πλειστοκαινικός (pleistokainikósm (feminine πλειστοκαινική, neuter πλειστοκαινικό)

  1. (geology) Pleistocene

Declension

[edit]
Declension of πλειστοκαινικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πλειστοκαινικός  πλειστοκαινικός 
πλειστοκαινική 
πλειστοκαινικό  πλειστοκαινικοί  πλειστοκαινικοί 
πλειστοκαινικές 
πλειστοκαινικά 
genitive πλειστοκαινικού  πλειστοκαινικού 
πλειστοκαινικής 
πλειστοκαινικού  πλειστοκαινικών  πλειστοκαινικών  πλειστοκαινικών 
accusative πλειστοκαινικό  πλειστοκαινικό 
πλειστοκαινική 
πλειστοκαινικό  πλειστοκαινικούς  πλειστοκαινικούς 
πλειστοκαινικές 
πλειστοκαινικά 
vocative πλειστοκαινικέ  πλειστοκαινικέ 
πλειστοκαινική 
πλειστοκαινικό  πλειστοκαινικοί  πλειστοκαινικοί 
πλειστοκαινικές 
πλειστοκαινικά 
[edit]

Further reading

[edit]