πλειστηριάστηκα
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]πλειστηριάστηκα • (pleistiriástika)
- first-person singular simple past passive of πλειστηριάζομαι (pleistiriázomai), the passive of πλειστηριάζω (pleistiriázo)
πλειστηριάστηκα • (pleistiriástika)