πλατωνικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Byzantine Greek Πλατωνικός (Platōnikós), from Ancient Greek Πλάτων (Plátōn).
Adjective
[edit]πλατωνικός • (platonikós) m (feminine πλατωνική, neuter πλατωνικό)
Declension
[edit]Declension of πλατωνικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πλατωνικός • | πλατωνική • | πλατωνικό • | πλατωνικοί • | πλατωνικές • | πλατωνικά • |
genitive | πλατωνικού • | πλατωνικής • | πλατωνικού • | πλατωνικών • | πλατωνικών • | πλατωνικών • |
accusative | πλατωνικό • | πλατωνική • | πλατωνικό • | πλατωνικούς • | πλατωνικές • | πλατωνικά • |
vocative | πλατωνικέ • | πλατωνική • | πλατωνικό • | πλατωνικοί • | πλατωνικές • | πλατωνικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πλατωνικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πλατωνικός, etc.) |
Related terms
[edit]- Πλάτων m (Pláton, “Plato”)
See also
[edit]- πλατό n (plató, “stage, set”)