Jump to content

πλατωνικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Byzantine Greek Πλατωνικός (Platōnikós), from Ancient Greek Πλάτων (Plátōn).

Adjective

[edit]

πλατωνικός (platonikósm (feminine πλατωνική, neuter πλατωνικό)

  1. Platonic (relating to Plato)
  2. Platonic (of a personal relationship: not sexual)

Declension

[edit]
Declension of πλατωνικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πλατωνικός (platonikós) πλατωνική (platonikí) πλατωνικό (platonikó) πλατωνικοί (platonikoí) πλατωνικές (platonikés) πλατωνικά (platoniká)
genitive πλατωνικού (platonikoú) πλατωνικής (platonikís) πλατωνικού (platonikoú) πλατωνικών (platonikón) πλατωνικών (platonikón) πλατωνικών (platonikón)
accusative πλατωνικό (platonikó) πλατωνική (platonikí) πλατωνικό (platonikó) πλατωνικούς (platonikoús) πλατωνικές (platonikés) πλατωνικά (platoniká)
vocative πλατωνικέ (platoniké) πλατωνική (platonikí) πλατωνικό (platonikó) πλατωνικοί (platonikoí) πλατωνικές (platonikés) πλατωνικά (platoniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πλατωνικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πλατωνικός, etc.)

[edit]

See also

[edit]