πλανόδιος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

πλανόδιος (planódiosm (feminine πλανόδια, neuter πλανόδιο)

  1. itinerant

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πλανόδιος (planódios) πλανόδια (planódia) πλανόδιο (planódio) πλανόδιοι (planódioi) πλανόδιες (planódies) πλανόδια (planódia)
genitive πλανόδιου (planódiou) πλανόδιας (planódias) πλανόδιου (planódiou) πλανόδιων (planódion) πλανόδιων (planódion) πλανόδιων (planódion)
accusative πλανόδιο (planódio) πλανόδια (planódia) πλανόδιο (planódio) πλανόδιους (planódious) πλανόδιες (planódies) πλανόδια (planódia)
vocative πλανόδιε (planódie) πλανόδια (planódia) πλανόδιο (planódio) πλανόδιοι (planódioi) πλανόδιες (planódies) πλανόδια (planódia)

Synonyms

[edit]
[edit]
  • πλανόδιος πωλητής m (planódios politís, street vendor)