Jump to content

περιστατικό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

περιστατικό (peristatikón (plural περιστατικά)

  1. event, incident
  2. (medicine) case

Declension

[edit]
Declension of περιστατικό
singular plural
nominative περιστατικό (peristatikó) περιστατικά (peristatiká)
genitive περιστατικού (peristatikoú) περιστατικών (peristatikón)
accusative περιστατικό (peristatikó) περιστατικά (peristatiká)
vocative περιστατικό (peristatikó) περιστατικά (peristatiká)

Derived terms

[edit]
  • επείγον περιστατικό n (epeígon peristatikó, emergency, urgent incident)
[edit]