περιστατικό
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]περιστατικό • (peristatikó) n (plural περιστατικά)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περιστατικό (peristatikó) | περιστατικά (peristatiká) |
genitive | περιστατικού (peristatikoú) | περιστατικών (peristatikón) |
accusative | περιστατικό (peristatikó) | περιστατικά (peristatiká) |
vocative | περιστατικό (peristatikó) | περιστατικά (peristatiká) |
Derived terms
[edit]- επείγον περιστατικό n (epeígon peristatikó, “emergency, urgent incident”)
Related terms
[edit]- περίσταση f (perístasi, “occasion, instance”)