περιπτερού

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

from περίπτερο (períptero, kiosk)

Noun

[edit]

περιπτερού (peripteroúf (plural περιπτερούδες, masculine περιπτεράς)

  1. kiosk owner

Declension

[edit]
singular plural
nominative περιπτερού (peripteroú) περιπτερούδες (peripteroúdes)
genitive περιπτερούς (peripteroús) περιπτερούδων (peripteroúdon)
accusative περιπτερού (peripteroú) περιπτερούδες (peripteroúdes)
vocative περιπτερού (peripteroú) περιπτερούδες (peripteroúdes)
[edit]