Jump to content

περιπολικό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

περιπολικό (peripolikón (plural περιπολικά)

  1. patrol car

Declension

[edit]
singular plural
nominative περιπολικό (peripolikó) περιπολικά (peripoliká)
genitive περιπολικού (peripolikoú) περιπολικών (peripolikón)
accusative περιπολικό (peripolikó) περιπολικά (peripoliká)
vocative περιπολικό (peripolikó) περιπολικά (peripoliká)

Synonyms

[edit]