Jump to content

περιμετρικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

περιμετρικός (perimetrikósm (feminine περιμετρική, neuter περιμετρικό)

  1. perimetric

Declension

[edit]
Declension of περιμετρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative περιμετρικός (perimetrikós) περιμετρική (perimetrikí) περιμετρικό (perimetrikó) περιμετρικοί (perimetrikoí) περιμετρικές (perimetrikés) περιμετρικά (perimetriká)
genitive περιμετρικού (perimetrikoú) περιμετρικής (perimetrikís) περιμετρικού (perimetrikoú) περιμετρικών (perimetrikón) περιμετρικών (perimetrikón) περιμετρικών (perimetrikón)
accusative περιμετρικό (perimetrikó) περιμετρική (perimetrikí) περιμετρικό (perimetrikó) περιμετρικούς (perimetrikoús) περιμετρικές (perimetrikés) περιμετρικά (perimetriká)
vocative περιμετρικέ (perimetriké) περιμετρική (perimetrikí) περιμετρικό (perimetrikó) περιμετρικοί (perimetrikoí) περιμετρικές (perimetrikés) περιμετρικά (perimetriká)