From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /pe.ɾi.laɱˈva.no/
Hyphenation: πε‧ρι‧λαμ‧βά‧νω
περιλαμβάνω • (perilamváno ) (past περιέλαβα , passive περιλαμβάνομαι , p‑past περιλήφθηκα )
to contain , include
περιλαμβάνω περιλαμβάνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
περιλαμβάνω
περιλάβω
περιλαμβάνομαι
περιληφθώ
2 sg
περιλαμβάνεις
περιλάβεις
περιλαμβάνεσαι
περιληφθείς
3 sg
περιλαμβάνει
περιλάβει
περιλαμβάνεται
περιληφθεί
1 pl
περιλαμβάνουμε , [‑ομε ]
περιλάβουμε , [‑ομε ]
περιλαμβανόμαστε
περιληφθούμε
2 pl
περιλαμβάνετε
περιλάβετε
περιλαμβάνεστε , περιλαμβάνεσθε , (περιλαμβανόσαστε )
περιληφθείτε
3 pl
περιλαμβάνουν (ε )
περιλάβουν (ε )
περιλαμβάνονται
περιληφθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
περιλάμβανα
περιέλαβα
περιλαμβανόμουν (α )
περιλήφθηκα 1
2 sg
περιλάμβανες
περιέλαβες
περιλαμβανόσουν (α )
περιλήφθηκες
3 sg
περιλάμβανε
περιέλαβε
περιλαμβανόταν (ε )
περιλήφθηκε , {περιελήφθη }
1 pl
περιλαμβάναμε
περιλάβαμε
περιλαμβανόμασταν , (‑όμαστε )
περιληφθήκαμε
2 pl
περιλαμβάνατε
περιλάβατε
περιλαμβανόσασταν , (‑όσαστε )
περιληφθήκατε
3 pl
περιλάμβαναν , περιλαμβάναν (ε )
περιέλαβαν , περιλάβαν (ε )
περιλαμβάνονταν , (περιλαμβανόντουσαν )
περιλήφθηκαν , περιληφθήκανε , {περιελήφθησαν }
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα περιλαμβάνω ➤
θα περιλάβω ➤
θα περιλαμβάνομαι ➤
θα περιληφθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα περιλαμβάνεις , …
θα περιλάβεις , …
θα περιλαμβάνεσαι , …
θα περιληφθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … περιλάβει
έχω, έχεις, … περιληφθεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … περιλάβει
είχα, είχες, … περιληφθεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … περιλάβει
θα έχω, θα έχεις, … περιληφθεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
περιλάμβανε
περίλαβε
—
—
2 pl
περιλαμβάνετε
περιλάβετε
περιλαμβάνεστε , περιλαμβάνεσθε
περιληφθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
περιλαμβάνοντας ➤
περιλαμβανόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας περιλάβει ➤
—
Nonfinite form➤
περιλάβει
περιληφθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. Also, rare more modern forms with -φτ- instead of -φθ- . • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: περί ( perí , “ about, concerning ” , preposition ) & λαμβάνω ( lamváno , “ receive ” )
The parallel demotic form περιλαβαίνω ( perilavaíno ) has a different meaning.