From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Ancient Greek περικυκλόω ( perikuklóō ) with -ώνω ( -óno ) ending.[ 1] By surface analysis , περι- ( peri- ) + κυκλώνω ( kyklóno ) .
IPA (key ) : /pe.ɾi.ciˈklo.no/
Hyphenation: πε‧ρι‧κυ‧κλώ‧νω
περικυκλώνω • (perikyklóno ) (past περικύκλωσα , passive περικυκλώνομαι )
( transitive , often military ) to surround , to encircle ( on all sides )
περικυκλώνω περικυκλώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
περικυκλώνω
περικυκλώσω
περικυκλώνομαι
περικυκλωθώ
2 sg
περικυκλώνεις
περικυκλώσεις
περικυκλώνεσαι
περικυκλωθείς
3 sg
περικυκλώνει
περικυκλώσει
περικυκλώνεται
περικυκλωθεί
1 pl
περικυκλώνουμε , [‑ομε ]
περικυκλώσουμε , [‑ομε ]
περικυκλωνόμαστε
περικυκλωθούμε
2 pl
περικυκλώνετε
περικυκλώσετε
περικυκλώνεστε , περικυκλωνόσαστε
περικυκλωθείτε
3 pl
περικυκλώνουν (ε )
περικυκλώσουν (ε )
περικυκλώνονται
περικυκλωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
περικύκλωνα
περικύκλωσα
περικυκλωνόμουν (α )
περικυκλώθηκα
2 sg
περικύκλωνες
περικύκλωσες
περικυκλωνόσουν (α )
περικυκλώθηκες
3 sg
περικύκλωνε
περικύκλωσε
περικυκλωνόταν (ε )
περικυκλώθηκε
1 pl
περικυκλώναμε
περικυκλώσαμε
περικυκλωνόμασταν , (‑όμαστε )
περικυκλωθήκαμε
2 pl
περικυκλώνατε
περικυκλώσατε
περικυκλωνόσασταν , (‑όσαστε )
περικυκλωθήκατε
3 pl
περικύκλωναν , περικυκλώναν (ε )
περικύκλωσαν , περικυκλώσαν (ε )
περικυκλώνονταν , (περικυκλωνόντουσαν )
περικυκλώθηκαν , περικυκλωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα περικυκλώνω ➤
θα περικυκλώσω ➤
θα περικυκλώνομαι ➤
θα περικυκλωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα περικυκλώνεις , …
θα περικυκλώσεις , …
θα περικυκλώνεσαι , …
θα περικυκλωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … περικυκλώσει έχω, έχεις, … περικυκλωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … περικυκλωθεί είμαι , είσαι , … περικυκλωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … περικυκλώσει είχα, είχες, … περικυκλωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … περικυκλωθεί ήμουν , ήσουν , … περικυκλωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … περικυκλώσει θα έχω, θα έχεις, … περικυκλωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … περικυκλωθεί θα είμαι, θα είσαι, … περικυκλωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
περικύκλωνε
περικύκλωσε
—
περικυκλώσου
2 pl
περικυκλώνετε
περικυκλώστε
περικυκλώνεστε
περικυκλωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
περικυκλώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας περικυκλώσει ➤
περικυκλωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
περικυκλώσει
περικυκλωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
περικλείω ( perikleío , “ to encircle, to fence ” )