Jump to content

περιηγητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

περιηγητικός (periigitikósm (feminine περιηγητική, neuter περιηγητικό)

  1. tourist, touristic, sightseeing

Declension

[edit]
Declension of περιηγητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative περιηγητικός (periigitikós) περιηγητική (periigitikí) περιηγητικό (periigitikó) περιηγητικοί (periigitikoí) περιηγητικές (periigitikés) περιηγητικά (periigitiká)
genitive περιηγητικού (periigitikoú) περιηγητικής (periigitikís) περιηγητικού (periigitikoú) περιηγητικών (periigitikón) περιηγητικών (periigitikón) περιηγητικών (periigitikón)
accusative περιηγητικό (periigitikó) περιηγητική (periigitikí) περιηγητικό (periigitikó) περιηγητικούς (periigitikoús) περιηγητικές (periigitikés) περιηγητικά (periigitiká)
vocative περιηγητικέ (periigitiké) περιηγητική (periigitikí) περιηγητικό (periigitikó) περιηγητικοί (periigitikoí) περιηγητικές (periigitikés) περιηγητικά (periigitiká)
[edit]