πεντανόστιμος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From πεντα- (penta-) + νόστιμος (nóstimos).
Adjective
[edit]πεντανόστιμος • (pentanóstimos) m (feminine πεντανόστιμη, neuter πεντανόστιμο)
Declension
[edit]Declension of πεντανόστιμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νόστιμος • | νόστιμη • | νόστιμο • | νόστιμοι • | νόστιμες • | νόστιμα • |
genitive | νόστιμου • | νόστιμης • | νόστιμου • | νόστιμων • | νόστιμων • | νόστιμων • |
accusative | νόστιμο • | νόστιμη • | νόστιμο • | νόστιμους • | νόστιμες • | νόστιμα • |
vocative | νόστιμε • | νόστιμη • | νόστιμο • | νόστιμοι • | νόστιμες • | νόστιμα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πεντανόστιμος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πεντανόστιμος, etc.) |
Related terms
[edit]- νόστιμος (nóstimos, “tasty”)
References
[edit]- πεντανόστιμος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language