Jump to content

πεντανόστιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From πεντα- (penta-) +‎ νόστιμος (nóstimos).

Adjective

[edit]

πεντανόστιμος (pentanóstimosm (feminine πεντανόστιμη, neuter πεντανόστιμο)

  1. very tasty

Declension

[edit]
Declension of πεντανόστιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative νόστιμος (nóstimos) νόστιμη (nóstimi) νόστιμο (nóstimo) νόστιμοι (nóstimoi) νόστιμες (nóstimes) νόστιμα (nóstima)
genitive νόστιμου (nóstimou) νόστιμης (nóstimis) νόστιμου (nóstimou) νόστιμων (nóstimon) νόστιμων (nóstimon) νόστιμων (nóstimon)
accusative νόστιμο (nóstimo) νόστιμη (nóstimi) νόστιμο (nóstimo) νόστιμους (nóstimous) νόστιμες (nóstimes) νόστιμα (nóstima)
vocative νόστιμε (nóstime) νόστιμη (nóstimi) νόστιμο (nóstimo) νόστιμοι (nóstimoi) νόστιμες (nóstimes) νόστιμα (nóstima)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πεντανόστιμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πεντανόστιμος, etc.)

[edit]

References

[edit]