Jump to content

παρουσίαση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

παρουσίαση (parousíasif (plural παρουσιάσεις)

  1. presentation
    Κάθε παρουσίαση είναι μοναδική. Δεν έχει σημασία αν κάθε φορά λες τα ίδια πράγματα.
    Káthe parousíasi eínai monadikí. Den échei simasía an káthe forá les ta ídia prágmata.
    Each presentation is unique. It doesn't matter if you say the same thing every time.
  2. introduction

Declension

[edit]
Declension of παρουσίαση
singular plural
nominative παρουσίαση (parousíasi) παρουσιάσεις (parousiáseis)
genitive παρουσίασης (parousíasis) παρουσιάσεων (parousiáseon)
accusative παρουσίαση (parousíasi) παρουσιάσεις (parousiáseis)
vocative παρουσίαση (parousíasi) παρουσιάσεις (parousiáseis)

Older or formal genitive singular: παρουσιάσεως (parousiáseos)

Derived terms

[edit]
[edit]