Jump to content

παροιμιακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

παροιμιακός (paroimiakósm (feminine παροιμιακή, neuter παροιμιακό)

  1. proverbial, related to a proverb

Declension

[edit]
Declension of παροιμιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative παροιμιακός (paroimiakós) παροιμιακή (paroimiakí) παροιμιακό (paroimiakó) παροιμιακοί (paroimiakoí) παροιμιακές (paroimiakés) παροιμιακά (paroimiaká)
genitive παροιμιακού (paroimiakoú) παροιμιακής (paroimiakís) παροιμιακού (paroimiakoú) παροιμιακών (paroimiakón) παροιμιακών (paroimiakón) παροιμιακών (paroimiakón)
accusative παροιμιακό (paroimiakó) παροιμιακή (paroimiakí) παροιμιακό (paroimiakó) παροιμιακούς (paroimiakoús) παροιμιακές (paroimiakés) παροιμιακά (paroimiaká)
vocative παροιμιακέ (paroimiaké) παροιμιακή (paroimiakí) παροιμιακό (paroimiakó) παροιμιακοί (paroimiakoí) παροιμιακές (paroimiakés) παροιμιακά (paroimiaká)
[edit]