παροιμιακός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]παροιμιακός • (paroimiakós) m (feminine παροιμιακή, neuter παροιμιακό)
- proverbial, related to a proverb
Declension
[edit]Declension of παροιμιακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | παροιμιακός • | παροιμιακή • | παροιμιακό • | παροιμιακοί • | παροιμιακές • | παροιμιακά • |
genitive | παροιμιακού • | παροιμιακής • | παροιμιακού • | παροιμιακών • | παροιμιακών • | παροιμιακών • |
accusative | παροιμιακό • | παροιμιακή • | παροιμιακό • | παροιμιακούς • | παροιμιακές • | παροιμιακά • |
vocative | παροιμιακέ • | παροιμιακή • | παροιμιακό • | παροιμιακοί • | παροιμιακές • | παροιμιακά • |
Related terms
[edit]- παροιμιώδης (paroimiódis, “legendary, proverbial”)