Jump to content

παρισιάνικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

παρισιάνικος (parisiánikosm (feminine παρισιάνικη, neuter παρισιάνικο)

  1. Parisian

Declension

[edit]
Declension of παρισιάνικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative παρισιάνικος (parisiánikos) παρισιάνικη (parisiániki) παρισιάνικο (parisiániko) παρισιάνικοι (parisiánikoi) παρισιάνικες (parisiánikes) παρισιάνικα (parisiánika)
genitive παρισιάνικου (parisiánikou) παρισιάνικης (parisiánikis) παρισιάνικου (parisiánikou) παρισιάνικων (parisiánikon) παρισιάνικων (parisiánikon) παρισιάνικων (parisiánikon)
accusative παρισιάνικο (parisiániko) παρισιάνικη (parisiániki) παρισιάνικο (parisiániko) παρισιάνικους (parisiánikous) παρισιάνικες (parisiánikes) παρισιάνικα (parisiánika)
vocative παρισιάνικε (parisiánike) παρισιάνικη (parisiániki) παρισιάνικο (parisiániko) παρισιάνικοι (parisiánikoi) παρισιάνικες (parisiánikes) παρισιάνικα (parisiánika)

Synonyms

[edit]
[edit]