From παρα- ( para- , “ in opposition to ” ) and εξηγώ ( exigó , “ to clarify ” ) .
παρεξηγώ • (parexigó ) (past παρεξήγησα )
to misunderstand , misinterpret
παρεξηγώ , παρεξηγούμαι / παρεξηγιέμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
παρεξηγώ
παρεξηγήσω
παρεξηγούμαι - παρεξηγιέμαι 1
παρεξηγηθώ
2 sg
παρεξηγείς
παρεξηγήσεις
παρεξηγείσαι - παρεξηγιέσαι
παρεξηγηθείς
3 sg
παρεξηγεί
παρεξηγήσει
παρεξηγείται - παρεξηγιέται
παρεξηγηθεί
1 pl
παρεξηγούμε
παρεξηγήσουμε , [-ομε ]
παρεξηγούμαστε - παρεξηγιόμαστε
παρεξηγηθούμε
2 pl
παρεξηγείτε
παρεξηγήσετε
παρεξηγείστε - παρεξηγιέστε , παρεξηγιόσαστε
παρεξηγηθείτε
3 pl
παρεξηγούν (ε )
παρεξηγήσουν (ε )
παρεξηγούνται - παρεξηγιούνται , παρεξηγιόνται
παρεξηγηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
παρεξηγούσα
παρεξήγησα
[παρεξηγούμουν (α )] - παρεξηγιόμουν (α )1
παρεξηγήθηκα
2 sg
παρεξηγούσες
παρεξήγησες
[παρεξηγούσουν (α )] - παρεξηγιόσουν (α )
παρεξηγήθηκες
3 sg
παρεξηγούσε
παρεξήγησε
παρεξηγούνταν , {παρεξηγείτο } - παρεξηγιόταν (ε )
παρεξηγήθηκε
1 pl
παρεξηγούσαμε
παρεξηγήσαμε
παρεξηγούμασταν , (‑ούμαστε ) - παρεξηγιόμασταν , (‑ιόμαστε )
παρεξηγηθήκαμε
2 pl
παρεξηγούσατε
παρεξηγήσατε
[παρεξηγούσασταν , (‑ούσαστε )] - παρεξηγιόσασταν , (‑ιόσαστε )
παρεξηγηθήκατε
3 pl
παρεξηγούσαν (ε )
παρεξήγησαν , παρεξηγήσαν (ε )
παρεξηγούνταν , {παρεξηγούντο } - παρεξηγιούνταν , (παρεξηγιόντουσαν )
παρεξηγήθηκαν , παρεξηγηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα παρεξηγώ ➤
θα παρεξηγήσω ➤
θα παρεξηγούμαι - παρεξηγιέμαι ➤
θα παρεξηγηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα παρεξηγείς , …
θα παρεξηγήσεις , …
θα παρεξηγείσαι - παρεξηγιέσαι , …
θα παρεξηγηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … παρεξηγήσει έχω, έχεις, … παρεξηγημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … παρεξηγηθεί είμαι , είσαι , … παρεξηγημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … παρεξηγήσει είχα, είχες, … παρεξηγημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … παρεξηγηθεί ήμουν , ήσουν , … παρεξηγημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … παρεξηγήσει θα έχω, θα έχεις, … παρεξηγημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … παρεξηγηθεί θα είμαι, θα είσαι, … παρεξηγημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
παρεξήγησε
—
παρεξηγήσου
2 pl
παρεξηγείτε
παρεξηγήστε
παρεξηγείστε - παρεξηγιέστε
παρεξηγηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
παρεξηγώντας ➤
παρεξηγούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας παρεξηγήσει ➤
παρεξηγημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
παρεξηγήσει
παρεξηγηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. The passive forms with -ιέμαι , -ιόμουν are less formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
εξηγώ ( exigó , “ to explain, clarify ” , verb )