εξηγώ
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- ξηγώ (xigó)
Etymology
[edit]From Byzantine Greek ἐξηγῶ (exēgô), from Ancient Greek ἐξηγέομαι (exēgéomai), cognate with English exegesis.
Verb
[edit]εξηγώ • (exigó) (past εξήγησα, passive εξηγούμαι)
- to clarify, explain, illustrate
Conjugation
[edit]εξηγώ, εξηγούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | εξηγώ | εξηγήσω | εξηγούμαι | εξηγηθώ |
2 sg | εξηγείς | εξηγήσεις | εξηγείσαι | εξηγηθείς |
3 sg | εξηγεί | εξηγήσει | εξηγείται | εξηγηθεί |
1 pl | εξηγούμε | εξηγήσουμε, [-ομε] | εξηγούμαστε | εξηγηθούμε |
2 pl | εξηγείτε | εξηγήσετε | εξηγείστε | εξηγηθείτε |
3 pl | εξηγούν(ε) | εξηγήσουν(ε) | εξηγούνται | εξηγηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | εξηγούσα | εξήγησα | [εξηγούμουν(α)] | εξηγήθηκα |
2 sg | εξηγούσες | εξήγησες | [εξηγούσουν(α)] | εξηγήθηκες |
3 sg | εξηγούσε | εξήγησε | εξηγούνταν, {εξηγείτο} | εξηγήθηκε |
1 pl | εξηγούσαμε | εξηγήσαμε | εξηγούμασταν, (‑ούμαστε) | εξηγηθήκαμε |
2 pl | εξηγούσατε | εξηγήσατε | [εξηγούσασταν, (‑ούσαστε)] | εξηγηθήκατε |
3 pl | εξηγούσαν(ε) | εξήγησαν, εξηγήσαν(ε) | εξηγούνταν, {εξηγούντο} | εξηγήθηκαν, εξηγηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα εξηγώ ➤ | θα εξηγήσω ➤ | θα εξηγούμαι ➤ | θα εξηγηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εξηγείς, … | θα εξηγήσεις, … | θα εξηγείσαι, … | θα εξηγηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εξηγήσει έχω, έχεις, … εξηγημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … εξηγηθεί είμαι, είσαι, … εξηγημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εξηγήσει είχα, είχες, … εξηγημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … εξηγηθεί ήμουν, ήσουν, … εξηγημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εξηγήσει θα έχω, θα έχεις, … εξηγημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … εξηγηθεί θα είμαι, θα είσαι, … εξηγημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | εξήγησε | — | εξηγήσου |
2 pl | εξηγείτε | εξηγήστε | εξηγείστε | εξηγηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | εξηγώντας ➤ | εξηγούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας εξηγήσει ➤ | εξηγημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | εξηγήσει | εξηγηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- see: εξήγηση f (exígisi, “explanation”)
Further reading
[edit]- εξηγώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language