παρενόχληση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]παρενόχληση • (parenóchlisi) f (plural παρενοχλήσεις)
Declension
[edit]Declension of παρενόχληση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | παρενόχληση • | παρενοχλήσεις • | |
genitive | παρενόχλησης • | παρενοχλήσεων • | |
accusative | παρενόχληση • | παρενοχλήσεις • | |
vocative | παρενόχληση • | παρενοχλήσεις • | |
Older or formal genitive singular: παρενοχλήσεως • |