Jump to content

παραπλανητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

παραπλανητικός (paraplanitikósm (feminine παραπλανητική, neuter παραπλανητικό)

  1. misleading

Declension

[edit]
Declension of παραπλανητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative παραπλανητικός (paraplanitikós) παραπλανητική (paraplanitikí) παραπλανητικό (paraplanitikó) παραπλανητικοί (paraplanitikoí) παραπλανητικές (paraplanitikés) παραπλανητικά (paraplanitiká)
genitive παραπλανητικού (paraplanitikoú) παραπλανητικής (paraplanitikís) παραπλανητικού (paraplanitikoú) παραπλανητικών (paraplanitikón) παραπλανητικών (paraplanitikón) παραπλανητικών (paraplanitikón)
accusative παραπλανητικό (paraplanitikó) παραπλανητική (paraplanitikí) παραπλανητικό (paraplanitikó) παραπλανητικούς (paraplanitikoús) παραπλανητικές (paraplanitikés) παραπλανητικά (paraplanitiká)
vocative παραπλανητικέ (paraplanitiké) παραπλανητική (paraplanitikí) παραπλανητικό (paraplanitikó) παραπλανητικοί (paraplanitikoí) παραπλανητικές (paraplanitikés) παραπλανητικά (paraplanitiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο παραπλανητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο παραπλανητικός, etc.)