Jump to content

παρανοϊκός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

παρανοϊκός (paranoïkósm (feminine παρανοϊκή, neuter παρανοϊκό)

  1. (medicine) paranoid

Declension

[edit]
Declension of παρανοϊκός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative παρανοϊκός (paranoïkós) παρανοϊκή (paranoïkí) παρανοϊκό (paranoïkó) παρανοϊκοί (paranoïkoí) παρανοϊκές (paranoïkés) παρανοϊκά (paranoïká)
genitive παρανοϊκού (paranoïkoú) παρανοϊκής (paranoïkís) παρανοϊκού (paranoïkoú) παρανοϊκών (paranoïkón) παρανοϊκών (paranoïkón) παρανοϊκών (paranoïkón)
accusative παρανοϊκό (paranoïkó) παρανοϊκή (paranoïkí) παρανοϊκό (paranoïkó) παρανοϊκούς (paranoïkoús) παρανοϊκές (paranoïkés) παρανοϊκά (paranoïká)
vocative παρανοϊκέ (paranoïké) παρανοϊκή (paranoïkí) παρανοϊκό (paranoïkó) παρανοϊκοί (paranoïkoí) παρανοϊκές (paranoïkés) παρανοϊκά (paranoïká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο παρανοϊκός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο παρανοϊκός, etc.)

Noun

[edit]

παρανοϊκός (paranoïkósm (plural παρανοϊκοί, feminine παρανοϊκή)

  1. (medicine) person with paranoia