Jump to content

παράταιρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

παράταιρος (parátairosm (feminine παράταιρη, neuter παράταιρο)

  1. mismatched; discrepant; incongruous; odd

Declension

[edit]
Declension of παράταιρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative παράταιρος (parátairos) παράταιρη (parátairi) παράταιρο (parátairo) παράταιροι (parátairoi) παράταιρες (parátaires) παράταιρα (parátaira)
genitive παράταιρου (parátairou) παράταιρης (parátairis) παράταιρου (parátairou) παράταιρων (parátairon) παράταιρων (parátairon) παράταιρων (parátairon)
accusative παράταιρο (parátairo) παράταιρη (parátairi) παράταιρο (parátairo) παράταιρους (parátairous) παράταιρες (parátaires) παράταιρα (parátaira)
vocative παράταιρε (parátaire) παράταιρη (parátairi) παράταιρο (parátairo) παράταιροι (parátairoi) παράταιρες (parátaires) παράταιρα (parátaira)
[edit]