Jump to content

παράμετρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

παράμετρος (parámetrosf (plural παράμετροι)

  1. parameter

Declension

[edit]
Declension of παράμετρος
singular plural
nominative παράμετρος (parámetros) παράμετροι (parámetroi)
genitive παραμέτρου (paramétrou) παραμέτρων (paramétron)
accusative παράμετρο (parámetro) παραμέτρους (paramétrous)
vocative παράμετρε (parámetre)
παράμετρο (parámetro)
παράμετροι (parámetroi)