Jump to content

πανομοιότυπος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

πανομοιότυπος (panomoiótyposm (feminine πανομοιότυπη, neuter πανομοιότυπο)

  1. identical

Declension

[edit]
Declension of πανομοιότυπος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πανομοιότυπος (panomoiótypos) πανομοιότυπη (panomoiótypi) πανομοιότυπο (panomoiótypo) πανομοιότυποι (panomoiótypoi) πανομοιότυπες (panomoiótypes) πανομοιότυπα (panomoiótypa)
genitive πανομοιότυπου (panomoiótypou) πανομοιότυπης (panomoiótypis) πανομοιότυπου (panomoiótypou) πανομοιότυπων (panomoiótypon) πανομοιότυπων (panomoiótypon) πανομοιότυπων (panomoiótypon)
accusative πανομοιότυπο (panomoiótypo) πανομοιότυπη (panomoiótypi) πανομοιότυπο (panomoiótypo) πανομοιότυπους (panomoiótypous) πανομοιότυπες (panomoiótypes) πανομοιότυπα (panomoiótypa)
vocative πανομοιότυπε (panomoiótype) πανομοιότυπη (panomoiótypi) πανομοιότυπο (panomoiótypo) πανομοιότυποι (panomoiótypoi) πανομοιότυπες (panomoiótypes) πανομοιότυπα (panomoiótypa)
[edit]