πανανθρώπινος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from παν- (pan-) + ανθρώπινος (anthrópinos), possibly a calque of English panhuman.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]πανανθρώπινος • (pananthrópinos) m (feminine πανανθρώπινη, neuter πανανθρώπινο)
- panhuman, universal (applying to all human beings; common to all humankind)
- Synonyms: οικουμενικός (oikoumenikós), παγκόσμιος (pagkósmios)
Declension
[edit]Declension of πανανθρώπινος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πανανθρώπινος • | πανανθρώπινη • | πανανθρώπινο • | πανανθρώπινοι • | πανανθρώπινες • | πανανθρώπινα • |
genitive | πανανθρώπινου • | πανανθρώπινης • | πανανθρώπινου • | πανανθρώπινων • | πανανθρώπινων • | πανανθρώπινων • |
accusative | πανανθρώπινο • | πανανθρώπινη • | πανανθρώπινο • | πανανθρώπινους • | πανανθρώπινες • | πανανθρώπινα • |
vocative | πανανθρώπινε • | πανανθρώπινη • | πανανθρώπινο • | πανανθρώπινοι • | πανανθρώπινες • | πανανθρώπινα • |
References
[edit]- ^ πανανθρώπινος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language