Jump to content

πανάρχαιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From παν- (pan-, very) +‎ αρχαίος (archaíos, old).

Adjective

[edit]

πανάρχαιος (panárchaiosm (feminine πανάρχαιη or πανάρχαια, neuter πανάρχαιο)

  1. extremely old, very ancient

Declension

[edit]
Declension of πανάρχαιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πανάρχαιος (panárchaios) πανάρχαιη (panárchaii)
πανάρχαια (panárchaia)
πανάρχαιο (panárchaio) πανάρχαιοι (panárchaioi) πανάρχαιες (panárchaies) πανάρχαια (panárchaia)
genitive πανάρχαιου (panárchaiou) πανάρχαιης (panárchaiis)
πανάρχαιας (panárchaias)
πανάρχαιου (panárchaiou) πανάρχαιων (panárchaion) πανάρχαιων (panárchaion) πανάρχαιων (panárchaion)
accusative πανάρχαιο (panárchaio) πανάρχαιη (panárchaii)
πανάρχαια (panárchaia)
πανάρχαιο (panárchaio) πανάρχαιους (panárchaious) πανάρχαιες (panárchaies) πανάρχαια (panárchaia)
vocative πανάρχαιε (panárchaie) πανάρχαιη (panárchaii)
πανάρχαια (panárchaia)
πανάρχαιο (panárchaio) πανάρχαιοι (panárchaioi) πανάρχαιες (panárchaies) πανάρχαια (panárchaia)