Jump to content

ουτοπικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ουτοπικός (outopikósm (feminine ουτοπική, neuter ουτοπικό)

  1. utopian, visionary

Declension

[edit]
Declension of ουτοπικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ουτοπικός (outopikós) ουτοπική (outopikí) ουτοπικό (outopikó) ουτοπικοί (outopikoí) ουτοπικές (outopikés) ουτοπικά (outopiká)
genitive ουτοπικού (outopikoú) ουτοπικής (outopikís) ουτοπικού (outopikoú) ουτοπικών (outopikón) ουτοπικών (outopikón) ουτοπικών (outopikón)
accusative ουτοπικό (outopikó) ουτοπική (outopikí) ουτοπικό (outopikó) ουτοπικούς (outopikoús) ουτοπικές (outopikés) ουτοπικά (outopiká)
vocative ουτοπικέ (outopiké) ουτοπική (outopikí) ουτοπικό (outopikó) ουτοπικοί (outopikoí) ουτοπικές (outopikés) ουτοπικά (outopiká)
[edit]