Jump to content

ουραιμία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ουραιμία (ouraimíaf (plural ουραιμίες)

  1. (pathology) uremia

Declension

[edit]
Declension of ουραιμία
singular plural
nominative ουραιμία (ouraimía) ουραιμίες (ouraimíes)
genitive ουραιμίας (ouraimías) ουραιμιών (ouraimión)
accusative ουραιμία (ouraimía) ουραιμίες (ouraimíes)
vocative ουραιμία (ouraimía) ουραιμίες (ouraimíes)