Jump to content

ουγγρικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ουγγρικός (oungrikósm (feminine ουγγρική, neuter ουγγρικό)

  1. Hungarian (relating to Hungary, its people or language)

Declension

[edit]
Declension of ουγγρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ουγγρικός (oungrikós) ουγγρική (oungrikí) ουγγρικό (oungrikó) ουγγρικοί (oungrikoí) ουγγρικές (oungrikés) ουγγρικά (oungriká)
genitive ουγγρικού (oungrikoú) ουγγρικής (oungrikís) ουγγρικού (oungrikoú) ουγγρικών (oungrikón) ουγγρικών (oungrikón) ουγγρικών (oungrikón)
accusative ουγγρικό (oungrikó) ουγγρική (oungrikí) ουγγρικό (oungrikó) ουγγρικούς (oungrikoús) ουγγρικές (oungrikés) ουγγρικά (oungriká)
vocative ουγγρικέ (oungriké) ουγγρική (oungrikí) ουγγρικό (oungrikó) ουγγρικοί (oungrikoí) ουγγρικές (oungrikés) ουγγρικά (oungriká)
[edit]