Jump to content

ουαλικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ualiˈkos/
  • Hyphenation: ου‧α‧λι‧κος

Adjective

[edit]

ουαλικός (oualikósm (feminine ουαλική, neuter ουαλικό)

  1. Welsh (relating to Wales, its language or people)

Declension

[edit]
Declension of ουαλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ουαλικός (oualikós) ουαλική (oualikí) ουαλικό (oualikó) ουαλικοί (oualikoí) ουαλικές (oualikés) ουαλικά (oualiká)
genitive ουαλικού (oualikoú) ουαλικής (oualikís) ουαλικού (oualikoú) ουαλικών (oualikón) ουαλικών (oualikón) ουαλικών (oualikón)
accusative ουαλικό (oualikó) ουαλική (oualikí) ουαλικό (oualikó) ουαλικούς (oualikoús) ουαλικές (oualikés) ουαλικά (oualiká)
vocative ουαλικέ (oualiké) ουαλική (oualikí) ουαλικό (oualikó) ουαλικοί (oualikoí) ουαλικές (oualikés) ουαλικά (oualiká)
[edit]