οστεοσάρκωμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]οστεοσάρκωμα • (osteosárkoma) n (plural οστεοσαρκώματα)
Declension
[edit]Declension of οστεοσάρκωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οστεοσάρκωμα • | οστεοσαρκώματα • |
genitive | οστεοσαρκώματος • | οστεοσαρκωμάτων • |
accusative | οστεοσάρκωμα • | οστεοσαρκώματα • |
vocative | οστεοσάρκωμα • | οστεοσαρκώματα • |
Further reading
[edit]- οστεοσάρκωμα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language