Jump to content

ορθάνοιχτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ορθάνοιχτος (orthánoichtosm (feminine ορθάνοιχτη, neuter ορθάνοιχτο)

  1. (intensive adjective) wide open

Declension

[edit]
Declension of ορθάνοιχτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ορθάνοιχτος (orthánoichtos) ορθάνοιχτη (orthánoichti) ορθάνοιχτο (orthánoichto) ορθάνοιχτοι (orthánoichtoi) ορθάνοιχτες (orthánoichtes) ορθάνοιχτα (orthánoichta)
genitive ορθάνοιχτου (orthánoichtou) ορθάνοιχτης (orthánoichtis) ορθάνοιχτου (orthánoichtou) ορθάνοιχτων (orthánoichton) ορθάνοιχτων (orthánoichton) ορθάνοιχτων (orthánoichton)
accusative ορθάνοιχτο (orthánoichto) ορθάνοιχτη (orthánoichti) ορθάνοιχτο (orthánoichto) ορθάνοιχτους (orthánoichtous) ορθάνοιχτες (orthánoichtes) ορθάνοιχτα (orthánoichta)
vocative ορθάνοιχτε (orthánoichte) ορθάνοιχτη (orthánoichti) ορθάνοιχτο (orthánoichto) ορθάνοιχτοι (orthánoichtoi) ορθάνοιχτες (orthánoichtes) ορθάνοιχτα (orthánoichta)