Jump to content

ορεκτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ορεκτικός (orektikósm (feminine ορεκτική, neuter ορεκτικό)

  1. appetising, tasty

Declension

[edit]
Declension of ορεκτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ορεκτικός (orektikós) ορεκτική (orektikí) ορεκτικό (orektikó) ορεκτικοί (orektikoí) ορεκτικές (orektikés) ορεκτικά (orektiká)
genitive ορεκτικού (orektikoú) ορεκτικής (orektikís) ορεκτικού (orektikoú) ορεκτικών (orektikón) ορεκτικών (orektikón) ορεκτικών (orektikón)
accusative ορεκτικό (orektikó) ορεκτική (orektikí) ορεκτικό (orektikó) ορεκτικούς (orektikoús) ορεκτικές (orektikés) ορεκτικά (orektiká)
vocative ορεκτικέ (orektiké) ορεκτική (orektikí) ορεκτικό (orektikó) ορεκτικοί (orektikoí) ορεκτικές (orektikés) ορεκτικά (orektiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ορεκτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ορεκτικός, etc.)

[edit]