Jump to content

οπληφόρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

οπληφόρος (oplifórosm (feminine οπληφόρα, neuter οπληφόρο)

  1. ungulate, hooved, hoofed

Declension

[edit]
Declension of οπληφόρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative οπληφόρος (oplifóros) οπληφόρα (oplifóra) οπληφόρο (oplifóro) οπληφόροι (oplifóroi) οπληφόρες (oplifóres) οπληφόρα (oplifóra)
genitive οπληφόρου (oplifórou) οπληφόρας (oplifóras) οπληφόρου (oplifórou) οπληφόρων (oplifóron) οπληφόρων (oplifóron) οπληφόρων (oplifóron)
accusative οπληφόρο (oplifóro) οπληφόρα (oplifóra) οπληφόρο (oplifóro) οπληφόρους (oplifórous) οπληφόρες (oplifóres) οπληφόρα (oplifóra)
vocative οπληφόρε (oplifóre) οπληφόρα (oplifóra) οπληφόρο (oplifóro) οπληφόροι (oplifóroi) οπληφόρες (oplifóres) οπληφόρα (oplifóra)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο οπληφόρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο οπληφόρος, etc.)

[edit]