οπληφόρος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]οπληφόρος • (oplifóros) m (feminine οπληφόρα, neuter οπληφόρο)
Declension
[edit]Declension of οπληφόρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οπληφόρος • | οπληφόρα • | οπληφόρο • | οπληφόροι • | οπληφόρες • | οπληφόρα • |
genitive | οπληφόρου • | οπληφόρας • | οπληφόρου • | οπληφόρων • | οπληφόρων • | οπληφόρων • |
accusative | οπληφόρο • | οπληφόρα • | οπληφόρο • | οπληφόρους • | οπληφόρες • | οπληφόρα • |
vocative | οπληφόρε • | οπληφόρα • | οπληφόρο • | οπληφόροι • | οπληφόρες • | οπληφόρα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο οπληφόρος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο οπληφόρος, etc.) |
Related terms
[edit]- οπλή f (oplí, “hoof”)