Jump to content

οξυδερκής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ὀξυδερκής (oxuderkḗs).

Adjective

[edit]

οξυδερκής (oxyderkísm (feminine οξυδερκής, neuter οξυδερκές)

  1. perceptive, perspicacious
  2. sharp-witted, clear-sighted

Declension

[edit]
Declension of οξυδερκής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative οξυδερκής (oxyderkís) οξυδερκής (oxyderkís) οξυδερκές (oxyderkés) οξυδερκείς (oxyderkeís) οξυδερκείς (oxyderkeís) οξυδερκή (oxyderkí)
genitive οξυδερκούς (oxyderkoús)
οξυδερκή (oxyderkí)
οξυδερκούς (oxyderkoús) οξυδερκούς (oxyderkoús) οξυδερκών (oxyderkón) οξυδερκών (oxyderkón) οξυδερκών (oxyderkón)
accusative οξυδερκή (oxyderkí) οξυδερκή (oxyderkí) οξυδερκές (oxyderkés) οξυδερκείς (oxyderkeís) οξυδερκείς (oxyderkeís) οξυδερκή (oxyderkí)
vocative οξυδερκή (oxyderkí)
οξυδερκής (oxyderkís)
οξυδερκής (oxyderkís) οξυδερκές (oxyderkés) οξυδερκείς (oxyderkeís) οξυδερκείς (oxyderkeís) οξυδερκή (oxyderkí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο οξυδερκής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο οξυδερκής, etc.)

[edit]