οξιδωτικό μέσο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]οξιδωτικό μέσο • (oxidotikó méso) n (plural οξιδωτικά μέσα)
- Alternative form of οξειδωτικό μέσο (oxeidotikó méso)
οξιδωτικό μέσο • (oxidotikó méso) n (plural οξιδωτικά μέσα)