Jump to content

ονοματοποιία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ὀνοματοποιία (onomatopoiía).

Noun

[edit]

ονοματοποιία (onomatopoiíaf (plural ονοματοποιίες)

  1. onomatopoeia

Declension

[edit]
Declension of ονοματοποιία
singular plural
nominative ονοματοποιία (onomatopoiía) ονοματοποιίες (onomatopoiíes)
genitive ονοματοποιίας (onomatopoiías) ονοματοποιιών (onomatopoiión)
accusative ονοματοποιία (onomatopoiía) ονοματοποιίες (onomatopoiíes)
vocative ονοματοποιία (onomatopoiía) ονοματοποιίες (onomatopoiíes)

Synonyms

[edit]