Jump to content

ονειρικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ονειρικός (oneirikósm (feminine ονειρική, neuter ονειρικό)

  1. dream, dreamy

Declension

[edit]
Declension of ονειρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ονειρικός (oneirikós) ονειρική (oneirikí) ονειρικό (oneirikó) ονειρικοί (oneirikoí) ονειρικές (oneirikés) ονειρικά (oneiriká)
genitive ονειρικού (oneirikoú) ονειρικής (oneirikís) ονειρικού (oneirikoú) ονειρικών (oneirikón) ονειρικών (oneirikón) ονειρικών (oneirikón)
accusative ονειρικό (oneirikó) ονειρική (oneirikí) ονειρικό (oneirikó) ονειρικούς (oneirikoús) ονειρικές (oneirikés) ονειρικά (oneiriká)
vocative ονειρικέ (oneiriké) ονειρική (oneirikí) ονειρικό (oneirikó) ονειρικοί (oneirikoí) ονειρικές (oneirikés) ονειρικά (oneiriká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ονειρικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ονειρικός, etc.)

[edit]