Jump to content

ομόφωνος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ομόφωνος (omófonosm (feminine ομόφωνη, neuter ομόφωνο)

  1. (linguistics) homophonous, homophone
  2. unanimous

Declension

[edit]
Declension of ομόφωνος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ομόφωνος (omófonos) ομόφωνη (omófoni) ομόφωνο (omófono) ομόφωνοι (omófonoi) ομόφωνες (omófones) ομόφωνα (omófona)
genitive ομόφωνου (omófonou) ομόφωνης (omófonis) ομόφωνου (omófonou) ομόφωνων (omófonon) ομόφωνων (omófonon) ομόφωνων (omófonon)
accusative ομόφωνο (omófono) ομόφωνη (omófoni) ομόφωνο (omófono) ομόφωνους (omófonous) ομόφωνες (omófones) ομόφωνα (omófona)
vocative ομόφωνε (omófone) ομόφωνη (omófoni) ομόφωνο (omófono) ομόφωνοι (omófonoi) ομόφωνες (omófones) ομόφωνα (omófona)