Jump to content

ομόφυλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ομόφυλος (omófylosm (feminine ομόφυλη, neuter ομόφυλο)

  1. of the same race
  2. of the same sex, same-sex
  3. of the same religion

Declension

[edit]
Declension of ομόφυλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ομόφυλος (omófylos) ομόφυλη (omófyli) ομόφυλο (omófylo) ομόφυλοι (omófyloi) ομόφυλες (omófyles) ομόφυλα (omófyla)
genitive ομόφυλου (omófylou) ομόφυλης (omófylis) ομόφυλου (omófylou) ομόφυλων (omófylon) ομόφυλων (omófylon) ομόφυλων (omófylon)
accusative ομόφυλο (omófylo) ομόφυλη (omófyli) ομόφυλο (omófylo) ομόφυλους (omófylous) ομόφυλες (omófyles) ομόφυλα (omófyla)
vocative ομόφυλε (omófyle) ομόφυλη (omófyli) ομόφυλο (omófylo) ομόφυλοι (omófyloi) ομόφυλες (omófyles) ομόφυλα (omófyla)

Noun

[edit]

ομόφυλος (omófylosm (plural ομόφυλοι)

  1. co-religionist
  2. same-sex

Declension

[edit]
singular plural
nominative ομόφυλος (omófylos) ομόφυλοι (omófyloi)
genitive ομοφύλου (omofýlou) ομοφύλων (omofýlon)
accusative ομόφυλο (omófylo) ομοφύλους (omofýlous)
vocative ομόφυλε (omófyle) ομόφυλοι (omófyloi)

Derived terms

[edit]