Jump to content

ομότεχνος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ομότεχνος (omótechnosm (feminine ομότεχνη, neuter ομότεχνο)

  1. fellow (of someone following the same craft or trade)
  2. (noun) fellow-craftsman, fellow-craftswoman

Declension

[edit]
Declension of ομότεχνος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ομότεχνος (omótechnos) ομότεχνη (omótechni) ομότεχνο (omótechno) ομότεχνοι (omótechnoi) ομότεχνες (omótechnes) ομότεχνα (omótechna)
genitive ομότεχνου (omótechnou) ομότεχνης (omótechnis) ομότεχνου (omótechnou) ομότεχνων (omótechnon) ομότεχνων (omótechnon) ομότεχνων (omótechnon)
accusative ομότεχνο (omótechno) ομότεχνη (omótechni) ομότεχνο (omótechno) ομότεχνους (omótechnous) ομότεχνες (omótechnes) ομότεχνα (omótechna)
vocative ομότεχνε (omótechne) ομότεχνη (omótechni) ομότεχνο (omótechno) ομότεχνοι (omótechnoi) ομότεχνες (omótechnes) ομότεχνα (omótechna)

Synonyms

[edit]