Jump to content

ομοσπονδιακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ομοσπονδιακός (omospondiakósm (feminine ομοσπονδιακή, neuter ομοσπονδιακό)

  1. federal, federative
    η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίαςi Omospondiakí Dimokratía tis GermaníasFederal Republic of Germany
    η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίαςi Omospondiakí Dimokratía tis Vrazilíasthe Federative Republic of Brazil

Declension

[edit]
Declension of ομοσπονδιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ομοσπονδιακός (omospondiakós) ομοσπονδιακή (omospondiakí) ομοσπονδιακό (omospondiakó) ομοσπονδιακοί (omospondiakoí) ομοσπονδιακές (omospondiakés) ομοσπονδιακά (omospondiaká)
genitive ομοσπονδιακού (omospondiakoú) ομοσπονδιακής (omospondiakís) ομοσπονδιακού (omospondiakoú) ομοσπονδιακών (omospondiakón) ομοσπονδιακών (omospondiakón) ομοσπονδιακών (omospondiakón)
accusative ομοσπονδιακό (omospondiakó) ομοσπονδιακή (omospondiakí) ομοσπονδιακό (omospondiakó) ομοσπονδιακούς (omospondiakoús) ομοσπονδιακές (omospondiakés) ομοσπονδιακά (omospondiaká)
vocative ομοσπονδιακέ (omospondiaké) ομοσπονδιακή (omospondiakí) ομοσπονδιακό (omospondiakó) ομοσπονδιακοί (omospondiakoí) ομοσπονδιακές (omospondiakés) ομοσπονδιακά (omospondiaká)

Derived terms

[edit]