Jump to content

ομοιόβαθμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ομοιόβαθμος (omoióvathmosm

  1. coequal in rank

Declension

[edit]
Declension of ομοιόβαθμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ομοιόβαθμος (omoióvathmos) ομοιόβαθμη (omoióvathmi) ομοιόβαθμο (omoióvathmo) ομοιόβαθμοι (omoióvathmoi) ομοιόβαθμες (omoióvathmes) ομοιόβαθμα (omoióvathma)
genitive ομοιόβαθμου (omoióvathmou) ομοιόβαθμης (omoióvathmis) ομοιόβαθμου (omoióvathmou) ομοιόβαθμων (omoióvathmon) ομοιόβαθμων (omoióvathmon) ομοιόβαθμων (omoióvathmon)
accusative ομοιόβαθμο (omoióvathmo) ομοιόβαθμη (omoióvathmi) ομοιόβαθμο (omoióvathmo) ομοιόβαθμους (omoióvathmous) ομοιόβαθμες (omoióvathmes) ομοιόβαθμα (omoióvathma)
vocative ομοιόβαθμε (omoióvathme) ομοιόβαθμη (omoióvathmi) ομοιόβαθμο (omoióvathmo) ομοιόβαθμοι (omoióvathmoi) ομοιόβαθμες (omoióvathmes) ομοιόβαθμα (omoióvathma)